- πότμος
- ὁ, Α(ποιητ. τ.)1. καθετί που συμβαίνει τυχαία σε κάποιον2. μοίρα, τύχη, συνήθως κακή3. θάνατος που καθορίζεται από το πεπρωμένο, μοιραίος θάνατος («ὀλόμην καὶ πότμον ἐπέσπον», Ομ. Οδ.)4. ως κύριο όν. Πότμοςη Μοίρα («ὁ μέγας Πότμος», Πίνδ.)5. φρ. α) «πότμος συγγενής» — φυσικές χάρες, φυσικά προτερήματα («πότμος δὲ κρίνει συγγενὴς ἔργων περὶ πάντων», Πίνδ.)β) «πότμον ἀμπιπλάντες ὁμοῑον» — λεγόταν για τους Διοσκούρους, οι οποίοι ζούσαν μέρα παρά μέρα (Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα ποτ- τής ρίζας πετ- τού πίπτω* με επίθημα -μος (πρβλ. όγ-μος: όλ-μος)].
Dictionary of Greek. 2013.